Τα Γιάννενα του Βασίλη Κουτσαβέλη
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και για αρκετά ακόμη χρόνια, στο σταυροδρόμι των οδών Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και 28ης Οκτωβρίου στα Γιάννενα, υπήρχε τροχονόμος — τοποθετημένος μάλιστα, όπως σε όλα τα σταυροδρόμια μεγάλης κυκλοφορίας, σε στρογγυλό βάθρο με ψηλό στηθαίο που του έφτανε σχεδόν στη μέση. Γύρω του, στις γιορτές των Χριστουγέννων, σχηματιζόταν ένα βουνό από τα δώρα που εναπόθεταν οι Γιαννιώτες, σε πακέτα κάθε λογής χρώματος και μεγέθους, σύμφωνα με το έθιμο.
Από αυτή την περίοπτη θέση, λοιπόν, ο τροχονόμος — στο κέντρο της πλατείας και της πόλης — με τις θεατρικά εξαίρετες κινήσεις των χεριών του, διεύθυνε ολημερίς την κυκλοφορία αυτοκινήτων και πεζών. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε πως με τις ίδιες ακριβώς κινήσεις υποδείκνυε, κατά κάποιο τρόπο, στους κατοίκους και τα εξόχως ζωτικά σημεία της πόλης: Στην πρώτη γωνία δεξιά καθώς κατεβαίναμε την Βασ. Γεωργίου, άπλωνε τις πολυθρόνες του το περίφημο και πολύπαθο καφενείο της «Όασης» —κλειστό σήμερα χωρίς υποβρύχια και γκαζόζες, μετά από ακατανόητες και αλόγιστες παρεμβάσεις—, ακριβώς απέναντί του ήταν η μεγάλη αλάνα όπου τότε σταθμεύανε οι αμαξάδες τις άμαξες με τα άλογα —εκεί που σήμερα είναι το παρκάκι—, στη δεύτερη γωνία αριστερά, λίγο πιο κάτω, είχαμε το ζαχαροπλαστείο «Διεθνές» —με την ποιότητα του μπακλαβά να παραμένει αμείωτη μέχρι τις μέρες μας—, και στην πρώτη γωνία αριστερά, πάλι επί της Γεωργίου Β΄, το ωραιότατο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» —όπου σήμερα στεγάζεται η τράπεζα— και που τότε στο ισόγειό του στεγαζόταν το κατάστημα φωτοοπτικών του Βασίλη Κουτσαβέλη.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50 η αφεντιά μου —όντας μόλις δεκατριών ετών—, κάθε που περνοδιάβαινα το σταυροδρόμι και γνωρίζοντας πως ο ιδιοκτήτης του παραπάνω καταστήματος ήταν πατέρας της όμορφης Μαργαρίτας, —ερωτευμένης θανάσιμα και παράνομα με τον πρώτο μου ξάδελφο, τον Αριστείδη Φείδη—, έριχνα κλεφτές ματιές στο μαγαζί χωρίς βέβαια να τολμώ να περάσω μέσα και αγνοώντας πως, πέρα από το μεγάλο μυστικό της Μαργαρίτας —που δούλευε εκεί από έφηβη πλάι στον πατέρα της—, κρυβόταν και το πλούσιο απόθεμα των ποιητικών εικόνων του Βασίλη Κουτσαβέλη. Την ποίηση των εικόνων αυτών την ανακάλυψα πολύ αργότερα, όταν φοιτήτρια πια φιλοξενήθηκα για μερικούς μήνες στο σπίτι του νόμιμου πλέον ζευγαριού, της Μαργαρίτας και του Αριστείδη, στην Αθήνα. Στο καθημερινό δωμάτιο υποδοχής, ένας ολόκληρος τοίχος καλύπτεται από φωτογραφίες, όπου παραμένουν εκτεθειμένες μέχρι σήμερα, στη μια και μοναδική έκθεση που έχει πραγματοποιηθεί ποτέ για το φωτογράφο.
ΟΒασίλης Κουτσαβέλης γεννήθηκε το 1903 στην Πωγωνιανή — την τότε Βοστίνα. Στα δώδεκά του μόλις, άφησε το χωριό και έφυγε εντελώς μόνος για την Αθήνα με σκοπό να ψάξει για δουλειά αλλά και κυνηγημένος ίσως και από μια βαθύτερη προσωπική επιθυμία που δύσκολα θα μπορούσε να εκπληρωθεί στη Βοστίνα. Στην Αθήνα λοιπόν φαίνεται πως είχε την τύχη να προσεγγίσει τη φωτογραφική τέχνη μαθαίνοντας να «βλέπει» μέσα από το φακό.
Αυτή την περίοδο της αποδημίας στην πρωτεύουσα, ο νεαρός Βασίλης, μας έδωσε και τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του, καθώς ξέρουμε ότι με τις πρώτες φωτογραφίες του έλαβε μέρος σε πολιτιστικές συνευρέσεις Πωγωνησίων. Κατά το τέλος της δεκαετίας του ’20 —εικοσιπεντάχρονος πια— αποφασίζει να δουλέψει αποκλειστικά σαν φωτογράφος και επιστρέφει για να ζήσει στα Γιάννενα.
Η περιπέτεια του Κουτσαβέλη ολοκληρώνεται σαν αρχέτυπος μύθος σε τελετουργικό μετάβασης: χωρισμός, μύηση, επιστροφή. Έτσι από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του ’30 καταφέρνει να μας αποκαλύψει μέσα από το φακό του τη φαντασιακή δύναμη της πόλης, όπου βιώνει και ζει, και να μας υποβάλει μέχρι σήμερα —όσους πιστούς— σε συγκινησιακές καταδύσεις. Στα Γιάννενα εκείνης της δεκαετίας δεν έχει στηθεί ακόμη ο τροχονόμος στην πλατεία, οι άνθρωποι είναι λιγοστοί και οι δρόμοι άδειοι, το παζάρι πολύβουο, ιδιαίτερα τα Σάββατα —όταν κατεβαίνουν τα χωριά στην πόλη—, τα καφενεία μετρημένα —ο «Μαλάμος», όπου έρχονταν και έπαιζαν Ιταλοί ακροβάτες τα καλοκαίρια, πρέπει να άνοιξε τη δεκαετία του ’50— και τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα περιορίζονταν στη εμποροζωοπανήγυρη της λίμνης το Σεπτέμβρη, και πότε-πότε σε κάποιο γύφτο που περιέφερε με αλυσίδα την αρκούδα του ρωτώντας την αν ξέρει πώς κλέβουν τα σταφύλια απ’ τα αμπέλια οι νοικοκυραίοι ή πώς βάφουν τα χείλη τους οι ωραίες.
Στις εικόνες του φωτογράφου μας, οι περαστικοί, οι γυρολόγοι, οι αμαξάδες, οι πλανόδιοι, οι αλάνες, οι πλατείες, οι δρόμοι, η γη, ο ουρανός, τα σύννεφα, τα δέντρα, η λίμνη, το νερό, συνυπάρχουν όλα ως κοσμολογικά συστατικά ενός ενιαίου συνόλου σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους — με τα νερά της Παμβώτιδος, ομολογουμένως, να κυριαρχούν στις περισσότερες, υπακούοντας σε μια μανιέρα με επιτηδειότητα αναντίρρητη, καθώς αγκαλιάζουν τα υπόλοιπα στοιχεία παρασύροντάς τα σε ερωτική δίνη. Η λίμνη στις φωτογραφίες του Κουτσαβέλη διηγείται χωρίς σταματημό τις ιστορίες του Δημήτρη Χατζή μέσα στο κάστρο, ολόγυρά του, στους δρόμους της πόλης, στα Ταμπάκικα με χιόνι, με αέρα και βροχή, με παγωνιά, μέσα από τα εναλλασσόμενα χρωματικά περάσματα του μαύρου, του γκρι και του λευκού. Άλλωστε είναι σίγουρο πως οι δυο τους συνυπήρξαν, και άρα διασταυρώθηκαν κάποιες φορές χωρίς να το γνωρίζουν στα σοκάκια του κάστρου ή πάνω στη βενζινάκατο απ’ την κυρα-Φροσύνη για το Νησί και την Ντραμπάτοβα.
Ο Βασίλης Κουτσαβέλης, καταπώς με πληροφόρησε η Μαργαρίτα, όσο ζούσε δεν πραγματοποίησε καμιά έκθεση των έργων του, ούτε το σκέφτηκε, ούτε και το επεδίωξε. Τις πλάκες των αρνητικών τις καταχώνιαζε στα συρτάρια του και οι περισσότερες από αυτές χαθήκανε στη διάρκεια των χρόνων. Οι πιο σημαντικές φωτογραφίες του έργου του είναι τραβηγμένες στη δεκαετία ’30-‘40, μια εποχή όπου πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τη ζωή του.
Άνθρωπος εσωστρεφής καθώς ήταν ο Κουτσαβέλης, του έφτανε να αιχμαλωτίζει τις μυστικές σκέψεις του στο φακό της μηχανής και να τις επεξεργάζεται κατόπι με μαεστρία, ολομόναχος, στο σκοτεινό θάλαμο. Το Πάσχα του 1937, στην ακμή της δραστηριότητάς του, είχε την τύχη να συναντηθεί με το φωτογράφο Σπύρο Μελετζή και να σχετισθεί μαζί του φιλικά.
Ο Μελετζής μετά τον πρόωρο θάνατο του Κουτσαβέλη —πέθανε το ‘62— αναφερόμενος στο έργο του φωτογράφου, γράφει ανάμεσα σε άλλα: «Ο Κουτσαβέλης ήταν πραγματικά καλλιτέχνης. Οι φωτογραφίες του με θέμα τη λίμνη των Ιωαννίνων, όλες μα όλες, έχουν τη σφραγίδα του δημιουργού καλλιτέχνη φωτογράφου. Ανεπανάληπτες, συνθετικά άρτιες, γεμάτες λάμψη.» Και παρακάτω: «Μα μήπως υστερούν σε τίποτα και οι ανθρώπινες σκηνές που τράβηξε στο δρόμο; Όπως ο ζητιάνος ή ο αρκουδιάρης κι ακόμη τα στιγμιότυπα από την κατασκευή του δρόμου Ιωαννίνων-Μετσόβου που γινότανε τότε. … Αυτό που θαυμάζω στον Κουτσαβέλη είναι το χάρισμα που είχε να διαλέγει τα θέματά του και την ικανότητά του να τα μελετάει συνθετικά πριν πατήσει το κουμπί της μηχανής ώστε να έχει το άριστο αποτέλεσμα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου